ἐλίγαινον

ἐλίγαινον
λιγαίνω
cry out with a loud
imperf ind act 3rd pl
λιγαίνω
cry out with a loud
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιγαίνω — (Α) [λιγύς] 1. φωνάζω με δυνατή και καθαρή φωνή, καλώ μεγαλόφωνως («κήρυκες δ ἐλίγαινον ἅμ ἠοῑ φαινομένηφι», Ομ. Ιλ.) 2. ψάλλω για να δοξάσω ή να υμνήσω κάποιον 3. θέλγω, τέρπω («ὦτα φθεγξαμένη λιγαίνει», Φίλ.) 4. (μέσ. και παθ.) λιγαίνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”